στύφω

στύφω
ΝΜΑ
1. προξενώ συρρίκνωση, κυρίως τών σιελογόνων τού στόματος, προξενώ στυφότητα
2. προκαλώ συστολή τής κοιλιάς, επιφέρω δυσκοιλιότητα («τὴν κοιλίαν στύφεσθαι» — καθίσταμαι δυσκοίλιος, Ιπποκρ.)
3. εμβαπτίζω σε στυπτικό διάλυμα κατά τη διάρκεια τής προκαταρκτικής επεξεργασίας, πριν από την κυρίως βαφή
4. φρ. «στύφω τα χείλη» και «χείλεα στυφθείς» — μαζεύω τα χείλη, λόγω στυφής γεύσης ενός τροφίμου
μσν.-αρχ.
είμαι αυστηρός, σοβαρός ή είμαι κατηφής, μελαγχολικός
αρχ.
1. αναμιγνύω με στυπτηρία
2. (αμτβ.) α) έχω στυφή γεύση, είμαι στυφός
β) ελαττώνομαι
3. μτφ. (για ήχο) ενοχλώ με την οξύτητα που έχω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Το ρ. στύφω πρέπει να συνδεθεί με το επίθ. στρυφνός*, ενώ έχει επί πλέον διατυπωθεί και η υπόθεση ότι έχει αντικαταστήσει έναν αρχικό αμάρτυρο τ. *στρύφω. Η άποψη αυτή στηρίζεται στην ύπαρξη τού μυκηναϊκού τ. turupterija, ο οποίος οδηγεί σε τ. στρυπτηρία, από όπου προήλθε η λ. στυπτηρία με ανομοιωτική αποβολή τού -ρ- η οποία γενικεύθηκε και έτσι απαντά ο τ. στύφω αντί τού *στρύφω. Η σύνδεση, τέλος, τόσο με το ρ. στύω όσο και με τη λ. στυππεῖον δεν θεωρείται πιθανή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • στύφω — στύ̱φω , στύφω contract pres subj act 1st sg στύ̱φω , στύφω contract pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στυφῷ — στυφός astringent masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στῦφον — στύφω contract pres part act masc voc sg στύφω contract pres part act neut nom/voc/acc sg στύφω contract imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) στύφω contract imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στῦψον — στύφω contract aor imperat act 2nd sg στύφω contract fut part act masc voc sg στύφω contract fut part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στῦφε — στύφω contract pres imperat act 2nd sg στύφω contract imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στῦψαι — στύφω contract aor imperat mid 2nd sg στύφω contract aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στῦψαν — στύφω contract aor part act neut nom/voc/acc sg στύφω contract aor ind act 3rd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στύφετε — στύ̱φετε , στύφω contract pres imperat act 2nd pl στύ̱φετε , στύφω contract pres ind act 2nd pl στύ̱φετε , στύφω contract imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στύφῃ — στύ̱φῃ , στύφω contract pres subj mp 2nd sg στύ̱φῃ , στύφω contract pres ind mp 2nd sg στύ̱φῃ , στύφω contract pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στύψει — στύ̱ψει , στύφω contract aor subj act 3rd sg (epic) στύ̱ψει , στύφω contract fut ind mid 2nd sg στύ̱ψει , στύφω contract fut ind act 3rd sg στύ̱ψει , στῦψις contraction fem nom/voc/acc dual (attic epic) στύ̱ψεϊ , στῦψις contraction fem dat sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”